- παναρκής
- παναρκήςthat shines on all alikemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παναρκής — παναρκής, ές (Α) 1. αυτός που αρκεί σε όλους 2. (για τον ήλιο) αυτός που φωτίζει εξίσου τους πάντες 3. (για καταπλάσματα) αυτός που έχει πολύ μεγάλη θεραπευτική ιδιότητα ή δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αρκής (< ἄρκος «βοήθεια»)] … Dictionary of Greek
παναρκῆ — παναρκής that shines on all alike neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παναρκής that shines on all alike masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παναρκής that shines on all alike masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναρκεῖς — παναρκής that shines on all alike masc/fem acc pl παναρκής that shines on all alike masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναρκές — παναρκής that shines on all alike masc/fem voc sg παναρκής that shines on all alike neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναρκέστατον — παναρκής that shines on all alike masc acc superl sg παναρκής that shines on all alike neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναρκοῦς — παναρκής that shines on all alike masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναρκέος — παναρκής that shines on all alike masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναρκέτας — παναρκέτᾱς , παναρκής that shines on all alike masc acc pl παναρκέτᾱς , παναρκής that shines on all alike masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρκος — (I) ἄρκος, το (Α) 1. το όργανο ή το μέσον άμυνας 2. η υπεράσπιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε θ. αρκ (πρβλ. άρκιος, αρκώ) < ΙΕ. ρίζα *areq «προστατεύω, ασφαλίζω» και πιθ. λόγω της σπανιότητάς του αποτελεί μεταρρηματικό σχηματισμό του ρ. αρκώ*.… … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek